Αραίοι

Αραίοι
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 3 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀραιοῖ — ἀραιόω make porous pres ind mp 2nd sg ἀραιόω make porous pres opt act 3rd sg ἀραιόω make porous pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοί — ἀραιός thin masc nom/voc pl ἀραιόω make porous pres subj mp 2nd sg ἀραιόω make porous pres ind mp 2nd sg ἀραιόω make porous pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραῖοι — ἀραῖος prayed to masc nom/voc pl ἀραῖος prayed to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Kythira (Gemeinde) — Gemeinde Kythira Δήμος Κυθήρων …   Deutsch Wikipedia

  • Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λειανοτούφεκο — το αραιοί πυροβολισμοί από τουφέκι …   Dictionary of Greek

  • πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • σεκόια — Κωνοφόρο της οικογένειας των Κυ παρισσιδών ή, κατ’ άλλους, των Ταξοδιιδών (γυμνόσπερμα). Κατάγεται από τη βόρεια Αμερική και είναι από τα μεγαλύτερα και περισσότερο μακρόβια είδη του φυτικού κόσμου: φτάνει καμιά φορά ύψος 135 μ. και περίμετρο στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”